ἡμίψυκτος

ἡμίψυκτος
ἡμί-ψυκτος, ον,
A half-dried, Str.15.1.18:—also [suff] ἡμι-ψῠγής, ές

, κόνυζα Gp.2.27.9

; half-cooled,

κλίβανα Dsc.3.86

, cf. Paul.Aeg.3.54.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημίψυκτος — η, ο (Α ἡμίψυκτος, ον) μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύ ψυκτος, σκιό ψυκτος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίψυκτον — ἡμίψυκτος half dried masc/fem acc sg ἡμίψυκτος half dried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”